-
1 ζωγρέω
A take, save alive, take captive instead of killing,ζώγρει, Ἀτρέος υἱέ, σὺ δ' ἄξια δέξαι ἄποινα Il.6.46
, cf. 10.378, Hdt.1.86, etc.;εἷλε.. καὶ ἐζώγρησε Id.3.52
;τοὺς μὲν ἀπέκτειναν, τινὰς δὲ καὶ ἐζώγρησαν Th.2.92
; ; πλὴν μηδαμῇ μηδαμῶς ζωγροῦντας provided that they do not spare him alive, Pl.Lg. 868c; opp. διαφθείρειν, ἀποκτεῖναι, Plb.3.84.10, LXXNu.31.18: metaph.,ἀνθρώπους ἔσῃ ζωγρῶν Ev.Luc. 5.10
; of ships, :—[voice] Pass., Hdt.1.66,5.77.II restore to life and strength, revive, (quoted by Aret.CA2.3); preserve alive,ζώγρει, δέσποτ' ἄναξ, τὸν σὸν ναετῆρα Epigr.Gr.841.7
(Thrace, ii A.D.).
См. также в других словарях:
επιπνέω — ἐπιπνέω (AM) [πνέω] 1. πνέω, φυσώ πάνω σε κάτι, κυρίως για ευνοϊκό άνεμο («περὶ δὲ πνοιὴ Βορέαο ζώγρει ἐπιπνείουσα», Ομ. Ιλ.) μσν. αναπνέω αρχ. 1. πνέω, φυσώ με ορμή (α. «ἐπέπνει ῥιπαῑς ἐχθίστων ἀνέμων», Σοφ. β. «μαινόμενος δ’ ἐπιπνεῑ λαοδάμας… … Dictionary of Greek